- προσχαρίζομαι
- ΜΑκάνω κάτι για χάρη κάποιου/ αρχ.1. χαρίζω κάτι σε κάποιον ή ικανοποιώ κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῑς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», Ξεν.)2. αποδέχομαι την αλήθεια κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», Στράβ.)3. δωρίζω κάτι επί πλέον σε κάποιον4. θυσιάζω κάτι για χάρη κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + χαρίζομαι (< χάρις)].
Dictionary of Greek. 2013.